- κλεπτέλεγχος
- κλεπτέλεγχοςconvicting a thiefmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλεπτέλεγχος — κλεπτέλεγχος, ον (AM) μσν. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ κλεπτέλεγχος είδος θεοκρισίας, κατά την οποία ο δοκιμαζόμενος έτρωγε τον άρτο τής Μ. Πέμπτης δίνοντας συγχρόνως κατάρα στον εαυτόν του να τόν τιμωρήσει αμέσως ο θεός, εάν είχε πει ψέμματα 2. (κατ… … Dictionary of Greek
κλεπτέλεγχον — κλεπτέλεγχος convicting a thief masc/fem acc sg κλεπτέλεγχος convicting a thief neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλέφτης — Κορυφή (1.846 μ.) του Σμόλικα, στο δυτικό άκρο του. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού Ιωαννίνων, ΒΑ της Κόνιτσας. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946 49), το ύψωμα έγινε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων ανάμεσα στους Έλληνες. Το καλοκαίρι … Dictionary of Greek